Ψυχανάλυση ή Ψυχανάπτυξη;
του Γιάννη Βελίκη
Η Ψυχανάλυση, αποτελεί μια από τις συνταρακτικότερες νοητικές συλλήψεις του ανθρώπινου είδους. Ο πατέρας της ψυχανάλυσης, Σίγμουντ Φρόιντ, μπόρεσε και ένωσε πολλές παλαιότερες φιλοσοφικές ιδέες, όπως τις ιδέες ασυνείδητο, εαυτός, λίμπιντο κ.λπ., τις συνδύασε, τις οργάνωσε σε ενιαία θεωρία και παρουσίασε στις αρχές του 20ου αιώνα μία συγκλονιστική και πρωτότυπη σύλληψη για το πώς λειτουργεί ο εσωτερικός κόσμος του Ανθρώπου. Ο ψυχισμός περιγράφηκε, για πρώτη φορά, ως ένα δυναμικό σύστημα που αμύνεται στα γεγονότα της πραγματικότητας, χτίζει δικές του πραγματικότητες, δημιουργεί, ερωτεύεται ή καταστρέφει. Η συνεισφορά της ψυχανάλυσης ήταν τόσο μεγάλη, που έκτοτε όλες οι επιστήμες του ανθρώπου (ψυχολογία, παιδαγωγική, ψυχιατρική, ιατρική, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες, ποινική δικαιοσύνη) αναγκάστηκαν να αναδομηθούν συμπεριλαμβάνοντας τα νέα ψυχαναλυτικά δεδομένα στις προσεγγίσεις τους. Η πιο «τρομερή» ιδέα του Φρόιντ, ότι και τα παιδιά έχουν σεξουαλικότητα, έκανε πάνω από 30 χρόνια να γίνει αποδεκτή, ενώ σήμερα θεωρείται πια δεδομένη κοινή γνώση.
Η νέα επιστήμη διαδόθηκε ταχύτατα, και νέοι επιστήμονες πήραν τη σκυτάλη της ανάπτυξης της. Ο Γιουγκ, ο Ρανκ, ο Ραιχ, ο Φρομ και ο Έρικσον πλούτισαν τη θεωρία, ο Χάρτμαν έδωσε βαρύτητα στο Εγώ, ο Λακάν στη γλώσσα και στο ρόλο του Πατέρα, o Κέλλερ και ο Κέρνμπερκ στις ναρκισσιστικές διαταραχές και η Κλάιν, η Μάλερ, ο Βίννικοτ και ο Μπιόν ολοκλήρωσαν την ψυχαναλυτική θεωρία με τη σύλληψη των αντικειμενοτρόπων σχέσεων.
Οι ψυχαναλυτές, σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, παρατηρούσαν τους ψυχαναλυόμενους τους και πλουτίσανε εκπληκτικά τη γνώση μας για το πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος ψυχικός κόσμος. Μέσω του ελεύθερου συνειρμού, της ανάλυσης ονείρων και κυρίως της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης, μας εκπαιδεύσανε μέσω των αναφορών τους για το τι μπορεί να περιέχει και πώς λειτουργεί το ανθρώπινο ασυνείδητο.
Ωστόσο, παρά τις επιτυχίες της, η ψυχανάλυση δεν μπόρεσε να πετύχει δύο πολύ σημαντικούς στόχους: δεν έχει μεγάλη επιτυχία στη θεραπεία της ψυχοπαθολογίας και δεν μπορεί να προβλέψει το ποιος θα εμφανίσει στο μέλλον ψυχοπαθολογία και ποιος όχι.
Σχετικά με την πρώτη αδυναμία της, είναι γνωστό σε όλους ότι η ψυχανάλυση αποτελεί μια μακροχρόνια διαδικασία ανακάλυψης του εαυτού του ψυχαναλυόμενου, με αβέβαιο ωστόσο θεραπευτικό αποτέλεσμα. Στο πολύ εμπεριστατωμένο έργο «Η Μαύρη Βίβλος της Ψυχανάλυσης», τεκμηριώνεται ότι τα περιστατικά του Φρόιντ ουδέποτε θεραπεύτηκαν, παρά τους ισχυρισμούς του θεραπευτή τους, και πολλά περιστατικά στη Γαλλία βοηθήθηκαν μόνο με άλλες μεθόδους, όπως η γνωστική συμπεριφοριστική θεραπεία, και καθόλου με την ψυχαναλυτική. Επίσης, σε επίσημες αναφορές μετα – ανάλυσης, σχετικά με την ψυχανάλυση, της παγκόσμιας επιστημονικής βιβλιογραφίας, φαίνεται ότι μόνο στη θεραπεία της ναρκισσιστικής διαταραχής το ποσοστό επιτυχίας φτάνει το 16%, ενώ είναι πολύ χαμηλότερο σε άλλες διαταραχές.
Η δεύτερη μεγάλη αδυναμία της ψυχανάλυσης έγκειται στο ότι δεν μπορεί να κάνει προβλέψεις: ενώ πολύ σωστά βρίσκει ότι όλοι οι άνθρωποι που εμφανίζουν ψυχοπαθολογία είχαν όντως βεβαρυμμένο ψυχολογικό ιστορικό, δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί και άλλοι που είχαν παρόμοιο ιστορικό παραμένουν υγιέστατοι. Με άλλα λόγια, αν 10 παιδιά κακοποιούνται από τους γονείς τους σήμερα, η ψυχανάλυση αδυνατεί να προβλέψει ποια παιδιά από αυτά θα εμφανίσουν ψυχοπαθολογία και ποια όχι. Το ίδιο και σε άλλα 10 παιδιά που μεγαλώνουν φυσιολογικά: και εδώ η ψυχανάλυση αποτυγχάνει να προβλέψει ποια παιδιά στο μέλλον θα έχουν φυσιολογική ψυχική ζωή και ποια όχι.
Οι δύο αυτές «αδυναμίες», καθιστούν την ψυχανάλυση ως μια μέθοδο θεραπείας για περιορισμένες διαταραχές και περιστατικά, παρά την αδιαμφισβήτητη υπεροχή της στην ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Έτσι, αν και είναι καλό όλοι οι ψυχοθεραπευτές να έχουν γνώση αυτής της επιστήμης, αυτό δεν θα τους εξοπλίσει στον αγώνα τους ενάντια στη θεραπεία της ψυχοπαθολογίας.
Ο λόγος είναι ότι η γνώση του πώς ένας άνθρωπος σκέφτεται, που καταφέρνει και ανακαλύπτει η ψυχανάλυση, δεν τον βοηθά πάντα και στο να σταματήσει να σκέφτεται έτσι. Για παράδειγμα στους νευρωσικούς που φοβούνται τις αράχνες: γνωρίζουν ότι είναι «χαζό» αυτό που τους συμβαίνει αλλά αυτό δεν αλλάζει το φόβο τους. Ή οι ναρκομανείς και οι καπνιστές: γνωρίζουν ότι τα ναρκωτικά και ο καπνός τους κάνουν κακό αλλά δεν μπορούν να το σταματήσουν. Ή τέλος οι ορισμένοι ερωτευμένοι: γνωρίζουν ότι ένας έρωτας μπορεί να τους κάνει κακό, να τους ταπεινώνει, να τους εξευτελίζει, αλλά συνεχίζουν να αγαπούν με πάθος το αντικείμενο του πόθου τους.
Συνεπώς, η εικόνα του ψυχικού κόσμου δεν φαίνεται να είναι ακίνητη, ένα εξωτικό νησί που κάποιος δύναται να ανακαλύψει… Το αντίθετο: είναι μία δυναμική ζούγκλα από αντίθετες δυνάμεις και επιθυμίες, που κάποιος χρειάζεται να οργανώσει και να αναπτύξει, αν δεν θέλει να είναι απλώς έρμαιο αυτών! Φυσικά και πολλές επιθυμίες ή ανάγκες πρέπει πρώτα να ανακαλυφθούν ή να συνειδητοποιηθούν για να είναι αξιοποιήσιμες, και ως εδώ μπορεί η ψυχανάλυση να είναι χρήσιμη. Από το σημείο αυτό, ωστόσο, και μετά, ο τρόπος οργάνωσης του ψυχισμού, οι στόχοι ζωής, το ψυχικό κόστος των αλλαγών κ.λπ. δεν είναι θέμα ανακάλυψης, αλλά δυναμικής κατεύθυνσης της ψυχικής ζωής προς τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και την ανάπτυξη του χαρακτήρα!
Για το λόγο αυτό, η επιστήμη του 21ου αιώνα θα πρέπει να είναι η ψυχανάπτυξη (ψυχική ανάπτυξη) αντί της ψυχανάλυσης. Μια επιστήμη που θα δίνει τις βασικές γραμμές για το ποιες συνθήκες ζωής ευνοούν την ψυχική υγεία και την ποιότητα ζωής γενικά για όλους τους ανθρώπους (π.χ. ασφαλές περιβάλλον, σχέσεις φροντίδας και αγάπης με τους γονείς, σταδιακή απεξάρτηση από το οικογενειακό περιβάλλον και ένταξη στο ευρύτερο κοινωνικό κ.α.). Επίσης, η επιστήμη της ψυχανάπτυξης θα χρειαστεί να εξειδικευτεί και στις ατομικές περιπτώσεις ψυχοπαθολογίας, για όλους εκείνους που περνούν το στάδιο της ψυχανάλυσης και, όντας συνειδητοποιημένοι του ποιοι είναι, επιθυμούν να αλλάξουν τη ζωή τους και να την κάνουν πλουσιότερη, ποιοτικότερη και πιο ενδιαφέρουσα.
Η ψυχανάπτυξη δεν ήρθε για να ακυρώσει την ψυχανάλυση: ήρθε για να την συμπληρώσει. Στο άτομο που γνωρίζει τον εαυτό του, επιδιώκει να οργανώσει τα στοιχεία του ψυχικού του κόσμου του και να τα αναπτύξει. Το πιο ενδιαφέρον ίσως της εξέλιξης της επιστήμης της ψυχανάπτυξης, θα είναι ότι θα μπορούν τα πορίσματα της να εφαρμοστούν σε όλους τους ανθρώπους πάντοτε. Κι όλα αυτά επειδή η ψυχανάπτυξη (ψυχική ανάπτυξη) είναι κάτι που ξεκινά από την κοιλιά της μάνας στο έμβρυο, μέχρι και τα βαθειά γεράματα του ηλικιωμένου!