Η σχετικότητα στην αντίληψη των κοινωνικών σχέσεων

του Γιάννη Βελίκη

 

Είναι δεδομένο, ότι σε κάθε κοινωνία, όπως και σε κάθε κοινωνική ομάδα, τα μέλη θα διαφέρουν ως προς τη δύναμη και το πρεστίζ που απολαμβάνουν το καθένα από τα υπόλοιπα άτομα της ομάδας. Άλλοι θα έχουν υψηλό και άλλοι χαμηλό πρεστίζ. Ωστόσο, η αντίληψη για το ποιος είναι σε υψηλή θέση και ποιος σε χαμηλή, πολλές φορές, δεν είναι ούτε ενιαία ούτε σταθερή στο χρόνο. Στο κοινωνικό παιχνίδι, τα πάντα μεταβάλλονται γρήγορα και απρόβλεπτα. Αυτός που έχει τεράστια δύναμη επιρροής σήμερα, μπορεί να μην επηρεάζει κανέναν αύριο. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του Ντομινίκ Στρος Καν. Ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του (πρόεδρος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και υποψήφιος πρόεδρος της Γαλλίας απέναντι στο Σαρκοζί), βρέθηκε υπό κράτηση και καταστράφηκε όλη του η καλή φήμη, σε μερικές ημέρες μόνο, ύστερα από καταγγελίες που τέθηκαν εις βάρος του για την σεξουαλική επίθεση σε μια 32χρονη καμαριέρα σε κεντρικό ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης.

Ο επιστημονικός κλάδος της Κοινωνικής Ψυχολογίας έχει να επιδείξει πολλές έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες, ένα άτομο ή μια μειονότητα με μικρή επιρροή, μπορεί με σταθερή συμπεριφορά και αξίες να μεταβάλλει το κοινωνικό παιχνίδι προς το όφελος της. Στις αλληλεπιδράσεις των μελών μέσα σε μία ομάδα, ή στις ομάδες μεταξύ τους συμβαίνουν τόσα πολλά γεγονότα που συχνά καθιστούν προβληματική την αντίληψη περί του ποιος είναι κάθε στιγμή ο αρχηγός, ή ποια αξία είναι κάθε φορά η σωστή.

Μερικά από τα επικοινωνιακά φαινόμενα που σχετικοποιούν την αντίληψη σχετικά με την κοινωνική δύναμη σε μέλη μιας ομάδας ή σε ομάδα σε σχέση με άλλες ομάδες είναι:

Η επικύρωση από την ομάδα

Το βασικό πρόβλημα στην αντικειμενική αντίληψη των κοινωνικών σχέσεων είναι ότι σπανίως υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια για να εκτιμήσουμε την ορθότητα μιας γνώμης ή άποψης, με αποτέλεσμα να εξαρτιόμαστε σε άλλους για την επικύρωση τους. Το πιο χαρακτηριστικό πείραμα ήταν του Milgram, όπου φάνηκε ότι υπό την πίεση μιας ισχυρής ομάδας, τα άτομα ξεπερνούσαν τους ηθικούς τους φραγμούς και δρούσαν με τρόπους που οι ίδιοι θα χαρακτήριζαν ανήθικους.

Η ιδεολογική περιχαράκωση της ομάδας

Ένας άλλος επίσης βασικός παράγοντας διαστρέβλωσης των αντικειμενικών αντιλήψεων περί των σχέσεων είναι η «ιδεολογική περιχαράκωση της ομάδας». Ακόμη κι αν με τεχνητό τρόπο φτιαχτούν δύο ανταγωνιστικές ομάδες, μετά από λίγο η εικόνα των μελών για την αντίθετη ομάδα γίνεται αρνητική και οι επιδόσεις των συντρόφων υπερεκτιμώνται συγκριτικά με τις επιδόσεις των αντιπάλων τους. Η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της ίδιας ομάδας αυξάνεται και ένας κάπως «μαλθακός» ηγέτης αντικαθίσταται από έναν πιο δυναμικό και δραστήριο στον ανταγωνισμό με τα μέλη της άλλης ομάδας.

Η διαχείριση της γνωστικής ασυμφωνίας

Αν ένας άνθρωπος αντιληφθεί δύο γεγονότα που είναι ασύμβατα μεταξύ τους, ή προσδοκά να συμβεί κάτι και συμβεί κάτι άλλο, τότε είναι πιθανόν να βρεθεί σε γνωστική ασυμφωνία.

Σε γενικές γραμμές η γνωστική ασυμφωνία είναι μια δυσάρεστη κατάσταση. Το άτομο προσπαθεί να μειώσει ή να εξαλείψει τη γνωστική ασυμφωνία, αποφεύγοντας καθετί που μπορεί να την αυξήσει και αποφεύγοντας οτιδήποτε μπορεί να δημιουργήσει μια νέα ασυμφωνία.

Η γνωστική ασυμφωνία μπορεί να μειωθεί είτε θεωρώντας επιθυμητότερο το αντικείμενο επιλογής, είτε θεωρώντας λιγότερο επιθυμητό το αντικείμενο απόρριψης.

Ακολουθούν μερικά παραδείγματα που παρατίθενται από την «Ιστορία της Ψυχολογίας» του Morton Hunt:

Όταν προσπαθείς να ενταχθείς σε μία ομάδα, όσο πιο δύσκολα καταφέρεις να εισχωρήσεις, τόσο περισσότερο εκτιμάς την ένταξή σου. Για να συμβιβαστείς με την ασυμφωνία μεταξύ των δυσκολιών που συνάντησες για να ενταχθείς στην ομάδα και της πραγματικότητας ότι ουσιαστικά πρόκειται για μία μέτρια ομάδα, πείθεις τον εαυτό σου ότι τελικά η ομάδα αυτή είναι φανταστική.
Οι άνθρωποι ερμηνεύουν την ίδια πληροφορία με εντελώς διαφορετικούς τρόπους, προκειμένου να υποστηρίξουν τη δική τους άποψη για τον κόσμο. Όταν οι απόψεις μας είναι αμφισβητούμενες, τότε ξεχνάμε οτιδήποτε έρχεται σε σύγκρουση με τη δική μας θεωρεία και θυμόμαστε μόνο ό,τι μας βολεύει.
Οι άνθρωποι προσαρμόζουν γρήγορα τις αξίες τους με τη συμπεριφορά τους, ακόμα και εάν αυτή είναι εντελώς ανήθικη. Όσοι, για παράδειγμα, κλέβουν το αφεντικό τους ισχυρίζονται πως «όλοι το κάνουν» και δεν είναι κακό να το κάνουν και αυτοί ή εναλλακτικά ισχυρίζονται πως «παίρνουν λίγα χρήματα και τους αξίζει κάτι παραπάνω.»

Η διαισθητική σκέψη

Η οικονομική επιστήμη κυριάρχησε ως επιστήμη ορθολογικών αποφάσεων. Σύμφωνα με τα οικονομικά μοντέλα, τα άτομα έχουν προτιμήσεις που είναι συνεπείς και παίρνουν καλές αποφάσεις για το πώς να πετυχαίνουν τις επιθυμίες τους. Οι οικονομολόγοι δημιούργησαν πολύπλοκους μαθηματικούς τύπους για το πώς ο καθένας μπορούσε να πετύχει τους στόχους του. Τα υπόλοιπα στοιχεία της ψυχικής λειτουργίας όπως συναισθήματα, συνήθειες, υποσυνείδητες αποφάσεις, παρορμήσεις, εθισμοί, μόδες, αφέθηκαν για μελέτη στους κοινωνικούς επιστήμονες.

Ωστόσο, τα πάντα άλλαξαν από έναν κοινωνικό επιστήμονα. Ο Ντάνιελ Κάνεμαν, ψυχολόγος καθηγητής στο Πρίνστον, μετά από χρόνια έρευνας στο πεδίο της οικονομικής ψυχολογίας κατάφερε να ξεπεράσει την παραδοσιακή παραδοχή της ορθολογικής οικονομικής συμπεριφοράς του ατόμου, η οποία καθοδηγείται από το προσωπικό συμφέρον. Με την τελευταία του δε εργασία, το 2002, κατάφερε και κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Οικονομικών, που από τότε ονομάζεται Νόμπελ Κοινωνικών Επιστημών και συμπεριλαμβάνει όλες τις κοινωνικές επιστήμες όπως αποδείχτηκε ότι είναι και τα οικονομικά.

Το Νόμπελ δόθηκε στον Κάνεμαν διότι απέδειξε ότι ο κάθε άνθρωπος σκέφτεται με τουλάχιστον δύο συστήματα σκέψης: τη διαισθητική και την ορθολογική.

Η πρώτη είναι κατά πολύ ισχυρότερη γιατί είναι η «φυσική» μας σκέψη. Είναι εύκολη, με την έννοια ότι δεν χρειάζεται κόπο μιας και είναι αυθόρμητη. Με αυτόν τον τρόπο σκέφτονται τα μικρά παιδιά, οι άνθρωποι των πρωτόγονων φυλών, οι νοητικά στερημένοι και όλοι οι άνθρωποι στην πρώτη φάση που ένα ερέθισμα έρχεται σε επαφή με το γνωστικό μας σύστημα.

Η δεύτερη, η ορθολογική, προκαλείται ενσυνείδητα, σε ανθρώπους που έχουν μάθει να τη χρησιμοποιούν και απαιτεί κόπο.

Μέσα από ένα καταιγισμό άρθρων και επιχειρημάτων ο Κάνεμαν έπεισε ότι ο άνθρωπος όταν έρχεται σε επαφή με ένα εμπορεύσιμο προϊόν σκέφτεται, σε πρώτη φάση, με τη διαισθητική σκέψη. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων θα μείνει σε αυτό το πρώτο και επιφανειακό είδος σκέψης. Έτσι θα αποφασίσουν με κριτήρια «διαισθητικά»: αν το προϊόν έχει ωραία εμφάνιση ή περιτύλιγμα, αν συνοδεύεται από κάποιο «δώρο», αν ο πωλητής ήταν ευγενικός κ.α.

Μόνο λίγοι, που έχουν αναλώσει χρόνο στην ανάπτυξη δεξιοτήτων ορθολογικής σκέψης θα μπορέσουν να σκεφτούν λογικά, και συνεπώς να κρίνουν αντικειμενικά αν μία αγορά ανταποκρίνεται ουσιαστικά στο συμφέρον τους ή όχι.

Η επίδραση των άρρητων θεωριών προσωπικότητας

Είναι ευνόητο, λογικό και αναμενόμενο, όλα τα μέλη μιας ομάδας, σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, να σκέφτονται για τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των υπολοίπων μελών και να  τα κρίνουν, να κατηγοριοποιούν και να τα κατατάσσουν σε ιεραρχίες, σύμφωνα με τις υποκειμενικές τους αντιλήψεις και την επίδραση της επιρροής των αρχηγικών μελών.

Τις γενικότερες αυτές αντιλήψεις των ατόμων, που περιγράφουν ψυχολογικά χαρακτηριστικά άλλων ατόμων, με μη συστηματικό και επιστημονικό τρόπο, τις ονομάζουμε «άρρητες θεωρίες προσωπικότητας».

Στο βιβλίο «Η Κοινωνική Επιρροή» του κου Παπαστάμου διαβάζουμε….

Οι απόψεις των «ερασιτεχνών» ψυχολόγων έχει βρεθεί ότι είναι απλοϊκές, γεμάτες προκαταλήψεις και διαστρεβλώσεις, μέσω της απλής περισυλλογής δεδομένων, και οι περισσότερες δίνουν απλώς πληροφορίες για την ψυχολογία των ίδιων των εκφραστών τους.

Ο λόγος της ύπαρξης και διαμόρφωσης των άρρητων θεωριών προσωπικότητας είναι απλός: για να μπορέσουμε να αλληλεπιδράσουμε με τους άλλους χωρίς πολλούς δισταγμούς και με αποτελεσματικότητα, οφείλουμε να απλοποιήσουμε τις διαθέσιμες πληροφορίες και να αποκτήσουμε προκατασκευασμένες κρίσεις, εκτιμήσεις και ενέργειες. Επίσης πρέπει να έχουμε μια γενική διανοητική αναπαράσταση γύρω από το τί και πώς είναι οι άλλοι, καθώς και γύρω απ’ τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν. Αναγκαζόμαστε να ενεργούμε με ταχύτητα σε συνάρτηση με προκατασκευασμένες ιδέες: στην αντίθετη περίπτωση είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα πάψουμε να έχουμε συνομιλητές.

Οι άρρητες θεωρίες προσωπικότητας εξαρτώνται από τις προσωπικές μας εμπειρίες (ή από τις εμπειρίες τρίτων που μας τις μετέδωσαν με κάποιον τρόπο). Είναι επίσης συνάρτηση των κινήτρων που μας διακατέχουν τη στιγμή που τις διατυπώνουμε, τα οποία κίνητρα είναι σε θέση να διαστρεβλώσουν ορισμένες από τις διαθέσιμες πληροφορίες σε βάρος άλλων.

Στην καθημερινή ζωή, οι άρρητες θεωρίες βασίζονται είτε σε ορισμένα σημάδια που μας δίνουν να καταλάβουμε την κοινωνική προέλευση ή ένταξη του υπό παρατήρηση ατόμου (τρόπος ντυσίματος κ.α.), οπότε ενεργοποιούμε τα αντίστοιχα στερεότυπα, είτε, απλά και μόνο, το παρουσιαστικό, η εξωτερική εμφάνιση και γενικότερα η φυσιογνωμία αυτού θα αποτελέσει αντικείμενο του «ψυχογραφικού» μας ταλέντου.

Η επιστημονική σκέψη χρησιμοποιεί κυρίως έννοιες και σημεία, βασίζει την εγκυρότητα της σε εμπειρικά δεδομένα, κυριαρχείται από το ερώτημα «πώς», χαρακτηρίζεται από διάφορούς τύπους επαγωγής, περιορίζει τη διαδοχή των διανοητικών δραστηριοτήτων και έχει στη διάθεση της ορισμένες μόνο μορφές σύνταξης.

Αντίθετα, η «αναπαραστασιακή» σκέψη, βασίζει την εγκυρότητα της στην κοινωνική συναίνεση, κυριαρχείται από το ερώτημα «γιατί», επιλέγει κατά βούληση τους τύπους επαγωγής της καθώς και τη διαδοχή των διανοητικών δραστηριοτήτων και διαθέτει όλες τις συντακτικές μορφές.