Η ανάγκη για κοινωνική δύναμη
του Γιάννη Βελίκη
Μια κοινωνία εξελιγμένων όντων, όπως είναι οι κοινωνίες των θηλαστικών και των ανθρώπων, δεν μπορεί ποτέ να είναι ισότιμη! Δεν μπορεί ποτέ με άλλα λόγια, όλα τα μέλη της να χαίρουν ίση ηθική αξία, κύρος, δικαιώματα, υποχρεώσεις και αξία. Ο λόγος είναι ότι η εξέλιξη του κάθε μέλους είναι πάντα διαφορετική από των άλλων, γεγονός που τους τοποθετεί αυτόματα σε ιεραρχία, δηλαδή άλλους ψηλότερα και άλλους χαμηλότερα. Είτε η ιεραρχία έχει βάση της τη φυσική δύναμη και την ικανότητα της πάλης (όπως στις κοινωνίες των λιονταριών), είτε έχει βάση της την οικονομική ισχύ ή τη μόρφωση, τα άτομα κατατάσσονται σε ιεραρχία και χαίρουν εκτίμηση ανάλογη με τη θέση τους!
Τα περισσότερα κοινωνικά «πειράματα» για την επίτευξη μια ισότιμης κοινωνίας απέτυχαν: και οι θρησκευτικές κοινότητες (είναι εξαίρεση η ισότιμη διαβίωση σε ορισμένα μοναστήρια ή απομονωμένες θρησκευτικές ομάδες) και ο κομμουνισμός, και οι κοινότητες των χίπις. Και ακόμη και εκεί που πέτυχαν, αναμένουμε ότι με το χρόνο θα διαβρωθούν… Γιατί; Γιατί, η Ιστορία δείχνει ότι διαχρονικά οι άνθρωποι διψούν για κοινωνική κύρος /δύναμη, με σκοπό να γίνουν ιεραρχικά δυνατότεροι από τους ομοίους τους! Καλώς ή κακώς, η δίψα για κοινωνική δύναμη είναι από τις σπουδαιότερες ψυχολογικές ανάγκες των ανθρώπων!
Ορισμοί του κοινωνικού κύρους
Ως κοινωνικό κύρος ή στάτους ή δύναμη μπορεί να οριστεί ο βαθμός τιμής ή πρεστίζ που αποδίδεται στο μέλος μιας κοινωνίας. Οι περισσότερες κοινωνίες διαρθρώνονται μέσα από κοινωνικές ιεραρχίες όπου άλλοι βρίσκονται σε ισχυρές – υψηλές και άλλοι σε χαμηλές κοινωνικές θέσεις.
Όταν ένα άτομο έχει μεγάλη κοινωνική δύναμη, οι συμπεριφορές, οι σκέψεις και τα λόγια του έχουν επίσης μεγάλη επιρροή. Το αντίθετο συμβαίνει για τα άτομα με χαμηλό κοινωνικό κύρος. Όχι μόνο δεν επηρεάζουν παρά ελάχιστους, αλλά το είναι και περισσότερο επιρρεπείς σε εκδηλώσεις βίας, ψυχικές διαταραχές και χρήση ναρκωτικών ουσιών. Σε πολλά ψυχολογικά πειράματα αποδείχτηκε ότι όταν ένα άτομο τεθεί σε χαμηλή ιεραρχική θέση στην ομάδα του, αυξάνεται η πιθανότητα εκδήλωσης από μέρους του η πιθανότητα εκδήλωσης επιθετικής συμπεριφοράς.
Τα άτομα με μεγαλύτερη κοινωνική δύναμη έχουν κατά κανόνα πρόσβαση σε καλύτερες κοινωνικές παροχές όπως π.χ. περίθαλψη, και πετυχαίνουν καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση. Αυτή η ανισότητα σε εξουσία και πόρους δεν γίνεται συχνά συνειδητή στις χαμηλές κοινωνικές ομάδες. Στις δε περιπτώσεις που αυτό αναγνωρίζεται, τα μέλη των κατώτερων ομάδων διεκδικούν κοινωνικές αλλαγές και αρχίζουν οι κοινωνικές συγκρούσεις.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το κοινωνικό κύρος δεν έχει σχέση μόνο με τα αποκτήματα και το εισόδημα κάποιου. Το ποιός έχει δικαίωμα να «μιλάει» και να επηρεάζει με τους λόγους του ή τις πράξεις του τους άλλους είναι αιτία συνεχούς διαμάχης στον καθημερινό κοινωνικό στίβο. Έτσι πολλές από τις κοινωνικές συγκρούσεις μπορεί να μεταφραστούν ως πάλη μεταξύ διαφορετικών ομάδων για την υπερίσχυση των αξιών στις οποίες πιστεύει η κάθε μία από αυτές.
Έτσι, το πιο φυσικό είναι το να θέλουν οι κατώτερες σε κοινωνικό κύρος ομάδες να «ανέβουν» και οι ανώτερες να θέλουν να παραμείνουν στην υψηλή τους θέση. Το αποτέλεσμα είναι να μην αλλάζει ποτέ η ιεραρχία της κοινωνίας: πάντα κάποιοι θα είναι «πάνω» και κάποιοι άλλοι «κάτω». Αυτό που αλλάζει είναι το ποιά ομάδα θα είναι κάθε φορά πάνω και ποιά κάτω.
Ο νομπελίστας οικονομολόγος John Harsanyi κάποτε είπε «πέρα από την οικονομική κατάσταση, το κοινωνικό στάτους φαίνεται να είναι το πιο σημαντικό συστατικό της κοινωνικής συμπεριφοράς». Ή όπως έγραφε ο νευροεπιστήμονας Michael Gazzaniga «όταν ξυπνάς το πρωί, δεν σκέφτεσαι τρίγωνα και τετράγωνα και άλλα τέτοια θέματα με τα οποία ασχολούνται οι ψυχολόγοι τα τελευταία 100 χρόνια. Σκέφτεσαι μόνο τη δύναμη. Σκέφτεσαι μόνο τη θέση σου απέναντι στους υπολοίπους της ομάδας σου». Αυτό φαίνεται να ισχύει ειδικά σήμερα, που η κοινωνική διαστρωμάτωση είναι τόσο μεγάλη και πολύπλοκη που δεν έχει ξαναυπάρξει ποτέ ξανά στον κόσμο.
Κοινωνικό στάτους θα πει βασικά το πόση δύναμη έχεις. Όποιος έχει κοινωνική δύναμη μπορεί να επηρεάζει περισσότερο τα πράγματα (συνήθως προς συμφέρον του). Όλες οι κοινωνίες έχουν φτιάξει κοινωνική ιεράρχηση σύμφωνα με την οποία οι πληθυσμοί τους και οι κοινωνικές τους ομάδες κατατάσσονται σε συγκεκριμένη θέση στην κοινωνική ιεραρχία.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά συστήματα με πολύ έντονη κοινωνική ιεραρχία όπου δεν επιτρέπεται η αλλαγή κοινωνικής θέσης είναι αυτό της Ινδίας. Με το σύστημα των καστών, κάποιος θα πρέπει να ζήσει, να παντρευτεί και να εργαστεί μόνο σύμφωνα με τα δικαιώματα που απορρέουν από την κάστα του, και σε καμία περίπτωση κάτι άλλο. Στην Αγγλία, αντίστοιχα, όταν κάποιος γεννηθεί με έναν τίτλο ευγένειας, συνήθως δεν πρόκειται ποτέ να τον χάσει. Στις πιο «χαλαρές» κοινωνίες του δυτικού κόσμου, η κοινωνική θέση μπορεί να ανεβεί με συγκεκριμένα προσόντα και δεξιότητες (π.χ. πτυχία, επαγγελματική επιτυχία κ.λπ.).
Όπως αναφέρει ο Anderson « ένας από τους πιο σημαντικούς στόχους στην κοινωνική ζωή είναι η επίτευξη κοινωνικής θέσης στις ομάδες όπου ανήκουμε». Τέτοιο κύρος προκύπτει από την ποσότητα σεβασμού, επιρροής και σπουδαιότητα που έχει ο καθένας στα μάτια των άλλων. Οι τρόποι με τους οποίους επιχειρούμε να παρουσιάσουμε τους εαυτούς μας στους άλλους, δίνουν αμέσως την εντύπωση του σε ποιά κοινωνική θέση ανήκουμε.
Το άτομο καταλαμβάνει συγκεκριμένη θέση σε κάθε ομάδα που συμμετέχει και στην κοινωνία γενικότερα. Ανάλογα με την κοινωνική του θέση κατέχει περισσότερη ή λιγότερη εξουσία / δύναμη, υποχρεώσεις και δικαιώματα σε σχέση με τους άλλους. Οι κοινωνικές θέσεις αποδίδονται στα άτομα με βάση τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά, είτε από τη γέννηση τους (οι κάστες στην Ινδία) ή με βάση τα ατομικά προσόντα των ατόμων.
Η συμπεριφορά που οφείλει να έχει το άτομο, επειδή κατέχει μια θέση σε μια κοινωνική ομάδα, προσδιορίζει τον κοινωνικό του ρόλο. Κάθε θέση συνδέεται με ρόλους και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και δικαιώματα. Οι κοινωνικοί ρόλοι προσδιορίζονται από συγκεκριμένους κοινωνικούς κανόνες που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων. Κάθε άτομο προσαρμόζει τη συμπεριφορά του για κάθε ρόλο στη δική του προσωπικότητα.
Η ελευθερία προσαρμογής του κοινωνικού ρόλου στην προσωπικότητα του ατόμου εξαρτάται από την κοινωνία στην οποία ζει. Το άτομο ασκεί πολλούς κοινωνικούς ρόλους ταυτόχρονα. Οι υποχρεώσεις που συνεπάγεται ένας ρόλος μπορεί να έρχονται σε σύγκρουση με τις υποχρεώσεις ενός άλλου ρόλου.
Οι κοινωνικοί κανόνες είναι πρότυπα συμπεριφοράς που διαμορφώνονται με βάση τις κοινωνικές αξίες κάθε κοινωνίας ή κοινωνικής ομάδας. Οι γενικοί κανόνες αφορούν στο κοινωνικό σύνολο, ενώ οι ειδικοί αφορούν στις επιμέρους κοινωνικές ομάδες. Οι αυστηροί κανόνες προβλέπουν ποινές σε όσους τους παραβαίνουν ενώ οι ελαστικοί αφήνουν περιθώρια ελευθερίας. Ο τυπικοί είναι οι γραπτοί νόμοι του κράτους, ενώ οι άτυποι αφορούν σε άγραφα έθιμα και συνήθειες.
Η κοινωνική ανισότητα επικρατεί σε κάθε κοινωνία, εφόσον τα άτομα δεν διαθέτουν τα ίδια κοινωνικά χαρακτηριστικά. Κοινωνική κινητικότητα είναι η δυνατότητα μετακίνησης ενός ατόμου από μια κοινωνική τάξη σε μία άλλη. Η θέση που καταλαμβάνει κανείς στην κοινωνική ιεραρχία έχει απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα και είναι πιθανόν, εκτός των άλλων, να οφείλεται και στα γονίδια. Μια έρευνα από τη Χαϊλαν Χου που προσέθεσε γονίδιο σε ποντίκια με το οποίο αυξάνοντας οι συνάψεις και η δραστηριότητα του προμετωπιαίου εγκεφαλικού τους λοβού τα έκανε ηγέτες, ενώ η προσθήκη ενός άλλου γονιδίου που μείωνε τις συνάψεις και τη δραστηριότητα του προμετωπιαίου λοβού τα έκανε υποτελή. Άλλες έρευνες βρήκαν ότι οι κοινωνίες δίνουν μεγαλύτερο στάτους σε αυτούς που δωρίζουν περισσότερο από τα χρήματα τους σε κοινά ταμεία και σε αυτούς που θυσιάζουν τα ατομικά τους ενδιαφέροντα για το κοινό καλό. Βέβαια αυτό συμβαίνει μόνο αν αυτοί οι άνθρωποι συνδέονται και είναι μέλη της κοινότητας. Αν δεν ανήκουν στην ομάδα δεν αυξάνεται το κύρος τους. Από την άλλη, άτομα με υψηλότατο κύρος μπορεί να κάνουν τις πιο ανήθικες πράξεις, θεωρώντας ότι έχουν αυτό το δικαίωμα λόγω της πολύ υψηλής τους θέσης.
Τα οικονομικά του κοινωνικού στάτους
Σε ένα πολύ διαφωτιστικό άρθρο, ο Kevin Simler, πραγματεύεται το κοινωνικό στάτους (ή κύρος ή δύναμη) σα να ήταν ένας τραπεζικός λογαριασμός στον οποίο κάνουμε καταθέσεις και αναλήψεις και συνεπώς άλλοτε αυξάνεται και άλλοτε μειώνεται.
Για τον Simler, το κοινωνικό στάτους είναι κάτι το ευμετάβλητο, το οποίο μπορούμε να ανταλλάξουμε για χρήματα, χάρες, σεξ, πληροφορίες ή το ανάποδο! Οι καθημερινές μας ζωές χαρακτηρίζονται από μικρά κέρδη και μικρές απώλειες της κοινωνικής μας δύναμης.
Το στάτους ζει στα μυαλά των μελών μιας κοινότητας και πιο συγκεκριμένα το στάτους του καθενός μέλους ζει στα μυαλά των υπολοίπων μελών της κοινότητας του.
«Πουλάμε» το στάτους μας για να μας κάνουν χάρες και κάνουμε χάρες σε άλλους για να «αγοράσουμε» στάτους. Ακόμη και οι λέξεις «παρακαλώ» και «ευχαριστώ» που χρησιμοποιούμε, δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να αυξάνουμε το κύρος του ανθρώπου στον οποίο απευθυνόμαστε με σκοπό να σχηματίσει για εμάς μια θετικότερη εικόνα. Αντίστοιχα, όταν τα συναισθήματα μας μάς πληροφορήσουν ότι κάποιος μας «έκλεψε» κοινωνικό στάτους, τότε αντιλαμβανόμαστε αυτόν που μας το έκανε με αρνητικό τρόπο. Φυσικά, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι ή σε σύγκριση με κάποιον που έχει μεγαλύτερο στάτους μπορεί να νιώσουμε ασήμαντοι (και επομένως αρνητικά), ενώ το αντίθετο μπορεί να συμβεί όταν συγκριθούμε με κάποιον που έχει μικρότερη κοινωνική δύναμη από εμάς. Ένας από τους πιο συνηθισμένους και ανώδυνους τρόπους προκειμένου να μειώσουμε τη δύναμη των ισχυρών της κοινωνίας μας απέναντι μας είναι το κουτσομπολιό. Κουτσομπολεύοντας τις αδυναμίες κάποιου αστέρα της τηλεόρασης ( το βάρος του, τη σεξουαλική του ταυτότητα, τη σύντροφο του) νιώθουμε αμέσως δυνατότεροι και μηδενίζεται το αρνητικό μας συναίσθημα όταν συγκρινόμαστε μαζί του. Βεβαίως υπάρχουν και οι άνθρωποι που δίπλα σε άτομα με κύρος νιώθουν σημαντικότεροι και πιο ασφαλείς, και επομένως η διαχείριση του κύρους εξαρτάται από πολλά προσωπικά και ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία.
Το κοινωνικό στάτους, τέλος, δεν αναφέρεται μόνο σε άτομα που το κατέχουν και το διαχειρίζονται, αλλά και σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, έθνη, ή φυλές. Είναι ευνόητο ότι οι ανώτερες κοινωνικές ομάδες (π.χ. εύποροι, λευκοί, υπήκοοι ισχυρών κρατών) χρησιμοποιούν τη δύναμη τους για να μην επιτρέψουν στις κατώτερες κοινωνικές ομάδες να αποκτήσουν κύρος και αυτό το κάνουν με κοινωνικούς αποκλεισμούς, στιγματισμό, καλλιέργεια στερεοτύπων κ.λπ.
Οι τρόποι με τους οποίους διαχειριζόμαστε καθημερινά την κοινωνική μας δύναμη είναι πολυποίκιλοι. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Ένα μέρος των χρημάτων μας (για μερικούς ένα μεγάλο μέρος) δαπανώνται για την ενίσχυση του κοινωνικού μας πρεστίζ! Τί άλλο κάνουμε, αλήθεια, όταν αγοράζουμε καινούργιο πολυτελές αυτοκίνητο, ακριβά ρούχα, εξοχικό ή γιότ; Όταν από την άλλη αποφασίζουμε να πάμε διακοπές στο Μαϊάμι, το κάνουμε για να εξερευνήσουμε το μέρος, ή για να το πούμε αργότερα στους γείτονες μας να ζηλέψουνε; Για τον ίδιο λόγο, συνήθως, δεν αγοράζουμε και σκύλο ράτσας αντί να περιθάλψουμε ένα σκυλάκι των δρόμων;
Συνήθως οι περισσότερες ενέργειες των ανθρώπων αποβλέπουν στην αύξηση του κοινωνικού πρεστίζ! Σπουδάζουμε και δαπανούμε χρόνο και χρήμα στην απόκτηση ενός πτυχίου με την ελπίδα αυτό να μας εξασφαλίσει ένα επάγγελμα υψηλού κοινωνικού κύρους (γιατρός, δικηγόρος κ.λπ.). Αν το επάγγελμα κάποιου δεν βοηθά στην αύξηση της κοινωνικής του δύναμης δημιουργείται μεγάλο πρόβλημα σε αυτόν που θέλει να συνεχίσει να το ασκεί. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ένας πτυχιούχος μαθηματικός έχει τελειώσει τις μεταπτυχιακές του σπουδές, βραβεύεται στην επιστήμη του, δημοσιεύει εργασίες σε επιστημονικά περιοδικά, αλλά παρά την αναγνώριση του επιστημονικού του έργου παραμένει άνεργος. Για χαρτζιλίκι μπορεί να παραδίδει και κάποια ιδιαίτερα μαθήματα. Το κύρος που αυτός ο άνθρωπος έχει στο χωριό του, ένα χωριό π.χ. στην Ήπειρο, θα είναι μηδαμινό. Πρώτον γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει τι θα πει «ανώτερα μαθηματικά» και δεύτερον διότι δεν έχει εισοδήματα, κάτι που σημαίνει κοινωνική αποτυχία. Αν όμως, αντί για τις περγαμηνές στις σπουδές του, εμφανιζόταν στο χωριό του να οδηγεί μια Mercedes, τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά γι’ αυτόν… Η Mercedes, σύμβολο ευμάρειας και ανωτερότητας της κοινωνικής τάξης του κατόχου της, θα «χτυπούσε στο μάτι» πολύ περισσότερο από τα μεταπτυχιακά, τις βραβεύσεις και την επιστημονική αναγνώριση.
Το πού θα πάμε διακοπές, είναι ένα επίσης τρανταχτό παράδειγμα του πώς επιχειρούμε μέσω του ταξιδιού μας να αυξήσουμε την κοινωνική μας δύναμη. Οι περισσότεροι θέλουν να ταξιδέψουν σε μέρη που ακούγονται εξωτικά ή συμβολίζουν πλούτο ή κουλτούρα. Π.χ. Σεϋχέλλες, Ταϊλανδή, Παρίσι, Ρώμη, Βερολίνο Νέα Υόρκη. Το ίδιο ισχύει και για μέρη της χώρας μας: Μύκονος, Σαντορίνη, Ρόδος, Κρήτη, Κέρκυρα. Μπορεί μια παραλία του Πηλίου ή της Ξάνθης να είναι ισάξια με τις προαναφερόμενες. Δεν έχει όμως την ίδια δύναμη. Εντελώς αλλιώς θα ακουστεί η Μύκονος από το Χορευτό Πηλίου ή τα Μάγγανα της Ξάνθης.
Το ανάλογο συμβαίνει για όλα αυτά που κάνουμε καθημερινά: το σχολείο που πηγαίνουν τα παιδιά μας, το μαγαζί που διασκεδάζουμε το Σαββατόβραδο, το εμπορικό κέντρο που αγοράζουμε τα ρούχα μας, η περιοχή που είναι το σπίτι μας, η μάρκα του αυτοκινήτου μας, η δουλειά που κάνουμε, τα χόμπι που έχουμε, οι σύλλογοι που ανήκουμε, οι συναυλίες και τα θεατρικά που παρακολουθούμε, το μαύρισμα του δέρματος μας το καλοκαίρι, κ.ο.κ. όλα μπαίνουν στο χρηματιστήριο της κοινωνικής δύναμης μας και προσθέτουν ή αφαιρούν πόντους από τη συνολική μας εικόνα.
Ο ιστορικός πολιτικός Ανδρέας Παπανδρέου όταν ρωτήθηκε σε συνέντευξη σχετικά με το τί άφησε στα παιδιά του σαν κληρονομιά, είπε ότι τους άφησε τις σπουδές τους και το όνομα του (δηλ. το κοινωνικό του κύρος).
Το κοινωνικό στάτους μπορεί και να χαθεί πρόσκαιρα ή μόνιμα: ένα τέτοιο παράδειγμα μπορούμε να βρούμε στους τραγουδιστές της Ελλάδος που δοκίμασαν την τύχη τους στην Eurovision και απέτυχαν (η τελική βαθμολόγηση τους ήταν πολύ κακή). Παρά την πρότερη φήμη που απολάμβαναν, η αποτυχία στη Eurovision παρέσυρε προς τα κάτω όλη την προηγούμενη καλή τους εικόνα.
Τα καλλιστεία, τα τηλεπαιχνίδια, τα ριάλιτι κ.λπ. εκμεταλλεύονται κατά κόρον την επιθυμία των ανθρώπων να αποκτήσουν κοινωνική αναγνωρισιμότητα και επομένως κοινωνικό στάτους.
Τα σύμβολά του κύρους είναι συγκεκριμένα και εκτίθενται πάντα για τη δημιουργία συγκεκριμένων εντυπώσεων: ιδιαίτερα φουλάρια, παράξενα χτενίσματα, εκκεντρικά ρούχα, έντονα κοσμήματα, υπεροπτικό ύφος. Όλα αυτά θα μπορούσαν να κάνουν κάποιον να μοιάζει διαφορετικός: ή προς το ένα άκρο (αυτό της τρέλας) ή προς το άλλο άκρο (αυτό του υψηλού κοινωνικού στάτους). Το πώς θα κατηγοριοποιηθεί κανείς τελικά εξαρτάται από το υπόλοιπο υπόβαθρο του. Αν ο εκκεντρικά ντυμένος είναι γνωστός πλούσιος, καλλιτέχνης, ή επιτυχημένος επιχειρηματίας, για παράδειγμα, το εκκεντρικό του ντύσιμο θα ενισχύσει την κοινωνική του εικόνα. Σε έναν άσημο και φτωχό, από την άλλη, ένα εκκεντρικό ντύσιμο θα προκαλούσε μάλλον δυσμενή σχόλια.
Κοινωνική Νοημοσύνη
(αφιερωμένο στην κυρία Μαριάννα Βαρδινογιάννη, που συνδυάζει την απόλυτη οικονομική δύναμη με τη φροντίδα για τον πόνο του άλλου)
Το δίλημμα του κρατούμενου
Αν και δεν είναι αναμενόμενο σε πρώτη σκέψη, επιστημονικά έχει αποδειχθεί ότι οι άνθρωποι συνήθως λειτουργούν ανταγωνιστικά, παρόλο που το κοινό τους συμφέρον θα απαιτούσε να συνεργαστούν.
Σε άρθρο του Λεωνίδα Μανιάτη διαβάζουμε για τη νέα σύγκλιση βιολογίας και οικονομικών υποβοηθήθηκε από μια κοινή μεθοδολογία -τη θεωρία παιγνίων, την οποία εισήγαγε στη βιολογία ο John Maynard Smith.
Ιδού μια δραματοποιημένη εκδοχή ενός παιχνιδιού που έχει αποδειχθεί εξαιρετικά περιεκτικό σε πληροφορίες και για τις δύο επιστημονικές ειδικότητες, «το δίλημμα του κρατουμένου».
Δύο συνένοχοι οδηγούνται σε χωριστά κελιά και ανακρίνονται από την αστυνομία. Ο καθένας τους έρχεται αντιμέτωπος με ένα δίλημμα. Εάν και οι δύο ομολογήσουν, θα πάνε και οι δύο στη φυλακή για τρία χρόνια. Εάν και οι δύο μείνουν σιωπηλοί, θα πάνε στη φυλακή για ένα μόνο χρόνο, για κάποιο μικρότερο παράπτωμα το οποίο μπορεί να αποδείξει η αστυνομία. Αλλά εάν ο ένας ομολογήσει και ο άλλος δεν μιλήσει, ο προδότης θα αφεθεί ελεύθερος κατόπιν συμφωνίας με την αστυνομία, ενώ αυτός που έμεινε πιστός στην συνεργασία τους θα πάει φυλακή για πέντε χρόνια.
Υποθέτοντας ότι οι δύο κρατούμενοι δεν είχαν συζητήσει το δίλημμα πριν συλληφθούν, εμείς βλέπουμε ότι θα συνέφερε και τους δύο κρατουμένους να δράσουν αλτρουιστικά και να μείνουν πιστοί στη συνεργασία τους χωρίς να καρφώσουν ο ένας τον άλλο, γιατί έτσι θα πάνε από ένα μόνο χρόνο φυλακή ο καθένας.
Από τη μεριά του κάθε ενός κρατουμένου όμως, το δίλημμα τίθεται ως εξής: μπορώ να εμπιστευτώ το συνεργάτη μου ότι δεν θα μιλήσει; αν ναι, με συμφέρει να μιλήσω εγώ και να τον προδώσω, γιατί τότε δεν θα πάω καθόλου φυλακή. Αν όχι (οπότε θα με καρφώσει αυτός), με συμφέρει και πάλι να καρφώσω, ώστε τουλάχιστον να πάω μέσα τρία χρόνια και όχι πέντε.
Το αποτέλεσμα είναι ότι τελικά κατηγορούν έτσι ο ένας τον άλλο και πάνε από τρία χρόνια φυλακή, αντί για ένα που θα πήγαιναν εάν κανένας δε μιλούσε. Στη γλώσσα των παιγνίων, λέμε ότι ατομικά ορθολογικές στρατηγικές καταλήγουν σε ένα συλλογικά παράλογο αποτέλεσμα.
Η κοινωνική συνεργασία
Οι βιολόγοι ενδιαφέρονται για το δίλημμα του κρατουμένου ως ένα μοντέλο για την εξέλιξη της συνεργασίας. Υπό ποιες συνθήκες, αναρωτιώνται, θα συνέφερε ένα ζώο να αναπτύξει μια στρατηγική βασισμένη στη συνεργασία μάλλον παρά στην αποστασία;
Όταν δοκίμασαν το δίλημμα στην πράξη, βγήκαν πρωτότυπα συμπεράσματα. Εάν το παιχνίδι είναι ένα μόνο ανάμεσα σε μια μακρά σειρά, που πράγματι παίχτηκαν από φοιτητές, ερευνητές, ή υπολογιστές, για πόντους μάλλον παρά για χρόνια στη φυλακή, βρέθηκε ότι υπό τέτοιες περιστάσεις η καλύτερη ατομική στρατηγική είναι να συνεργαστείς στην πρώτη δίκη, και ύστερα να κάνεις ότι έκανε και ο άλλος την τελευταία φορά. Αυτή η στρατηγική έγινε γνωστή ως ο κανόνας της ανταπόδοσης (tit-for-tat, στα ελληνικά κάτι σαν «μία σου και μία μου», όχι με την αρνητική μόνο έννοια).
Η απειλή της αντεκδίκησης μειώνει κατά πολύ τα πιθανά κέρδη μιας αποστασίας. Ερευνητές που μελέτησαν αθλητικούς αγώνες, βρήκαν ότι δεν υπάρχει στρατηγική ικανή να χτυπήσει την tit-for-tat. Η στρατηγική tit-for-two-tats, δηλαδή να συνεχίσεις τη συνεργασία ακόμη και αν ο άλλος αποστατήσει μια φορά, αλλά όχι εάν αποστατήσει δεύτερη, είναι η μόνη που κάπως την πλησιάζει, αλλά ανάμεσα σε εκατοντάδες στρατηγικές που δοκιμάστηκαν, καμιά δεν δουλεύει καλύτερα. Έκτοτε οι βιολόγοι βρίσκουν τη στρατηγική να εφαρμόζεται σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο. Μία θηλυκή νυχτερίδα βαμπίρ θα προσφέρει αίμα (!) σε μια άλλη θηλυκιά, όχι όμως εάν η τελευταία της αρνήθηκε ανάλογη προσφορά στο παρελθόν.
Τέτοιες περιπτώσεις έχουν πείσει τους βιολόγους ότι η βάση της κοινωνικής ζωής σε ζώα όπως τα πρωτεύοντα και τα δελφίνια, είναι η αμοιβαιότητα. Οι μπαμπουίνοι και οι χιμπατζήδες θυμούνται περασμένες χάρες όταν έρχονται ο ένας σε βοήθεια του άλλου στους καυγάδες. Αλλά και οι άνθρωποι κάνουν το ίδιο. Βρέθηκε, για παράδειγμα, ότι μεταξύ των Ache της Παραγουάης, οι κυνηγοί που έπιασαν θήραμα μοιράζονται το κρέας με αυτούς που τους έχουν βοηθήσει στο παρελθόν ή είναι πιθανό να τους βοηθήσουν στο μέλλον.
Η συνέπεια αυτών των ερευνών είναι ότι όπου η συνεργασία μεταξύ ατόμων πράγματι αναπτύσσεται, υπερνικώντας το δίλημμα του κρατουμένου, το κάνει με τη στρατηγική της ανταπόδοσης. Μια προσεκτική ανταλλαγή εξυπηρετήσεων, επιτρέπει να χτιστεί εμπιστοσύνη πάνω σε μια σκαλωσιά ατομικών αμοιβών. Το συμπέρασμα της βιολογίας, με άλλα λόγια, είναι ελπιδοφόρο: Η συνεργασία μπορεί πράγματι να αναδυθεί φυσιολογικά. Το συλλογικό συμφέρον μπορεί να εξυπηρετηθεί από την επιδίωξη των εγωιστικών συμφερόντων.
Όπως λοιπόν δείχνουν περιπτώσεις όπως της Βαλέντσια, όπου το πρόβλημα των κοινωνικών αγαθών έχει λυθεί, η απάντηση δεν είναι ούτε η ιδιωτικοποίηση ούτε ο συγκεντρωτισμός. Οι ντόπιοι μπορούν και πράγματι λύνουν τα προβλήματά τους από κοινού, στο βαθμό που η κοινότητα παραμένει μικρή, σταθερή, με ανοιχτές γραμμές επικοινωνίας, και έχει ένα ισχυρό ενδιαφέρον για το μέλλον.
Μεταξύ των παραδειγμάτων που αναφέρονται είναι και μια μικρή κοινότητα ψαράδων στο Alanya της Τουρκίας. Τη δεκαετία του '70 οι ντόπιοι ψαράδες έπεσαν στη συνήθη παγίδα της υπεραλίευσης, της διαμάχης και της πιθανής εξάντλησης των φυσικών πόρων. Αλλά τότε ανάπτυξαν ένα ευφυές και πολύπλοκο σύστημα κανόνων, με το οποίο σε κάθε ψαρότοπο επιτρέπεται ένας μόνο ψαράς κυκλικά, ανάλογα με τις εποχές. Τους κανόνες επιβάλλουν οι ψαράδες από μόνοι τους, αν και η κυβέρνηση αναγνωρίζει το σύστημα με νόμο.
Στη Βαλέντσια συμβαίνουν λίγο - πολύ τα ίδια. Τα άτομα γνωρίζονται μεταξύ τους και μπορούν γρήγορα να προσδιορίσουν τους κλέφτες. Επειδή το παιχνίδι παίζεται ξανά και ξανά, κάθε απατεώνας διακινδυνεύει οστρακισμό και κυρώσεις στον επόμενο γύρο. Έτσι μια μικρή, σταθερή κοινότητα, που αλληλεπιδρά επαναλαμβανόμενες φορές, μπορεί να βρει τρόπο να προωθήσει το κοινό συμφέρον -μεταβάλλοντας τους ιδιωτικούς υπολογισμούς.
Μερικοί βιολόγοι ισχυρίζονται ότι ακόμη και αρκετές μεγάλες ομάδες μπορούν να συνεργαστούν. Τα προβλήματα κοινών πόρων έχουν βαθιές ρίζες στη γενετική των φυτών και των ζώων. Για να λειτουργήσει ένας ανθρώπινος οργανισμός, 75.000 διαφορετικά γονίδια πρέπει να συνεργαστούν και να αντιμετωπίσουν τα γονίδια εισβολείς και γενικώς τα καταφέρνουν.
Η αντικοινωνική συμπεριφορά και η θεραπεία της
Τα κοινωνικά πειράματα που απέδειξαν ότι το βασικό μοντέλο της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι ο κανόνας της ανταπόδοσης (μία σου και μία μου), μας επιτρέπουν να δούμε την αντικοινωνική συμπεριφορά και από μια άλλη γωνία: ο αντικοινωνικός άνθρωπος είναι ένα άτομο, που στο παρελθόν έχει βιώσει πολλές απογοητεύσεις, ματαιώσεις και τραύματα και σήμερα «ανταποδίδει» αυτά που έχει ήδη «πάρει». Υπό αυτό το πρίσμα, αν σήμερα δεχτεί μια άλλη συμπεριφορά με θετικά στοιχεία (εμπιστοσύνη, αποδοχή, σεβασμό), είναι πολύ πιθανόν να «ανταποδώσει» αυτά τα νέα στοιχεία και να συμπεριφερθεί με αποδεκτό κοινωνικά τρόπο!
Η σκέψη αυτή δεν είναι ούτε πρωτότυπη ούτε καινούργια. Πολλοί ιερείς και ψυχολόγοι το έχουν αποδείξει αυτό δουλεύοντας σε ψυχιατρεία και φυλακές, όπου ένα μεγάλο ποσοστό τροφίμων (πρώην εγκληματιών) άλλαξαν συμπεριφορά προς το θετικότερο. Το ίδιο έχουν πετύχει και άλλοι φωτισμένοι άνθρωποι στη δουλειά τους με τσιγγάνους, ινδιάνους και άλλες κοινωνικά απομονωμένες ομάδες.
Σε θεωρητικό επίπεδο, την ανάγκη του κάθε ανθρώπου για θετική κοινωνική συμπεριφορά και πραγμάτωση του δυναμικού του, την περιέγραψε πρώτος ο Rogers, που αναγνώρισε ως θεμελιώδη τάση του ανθρώπινου οργανισμού την προσπάθεια του για βελτίωση με απώτερο σκοπό την αυτοπραγμάτωση. Αυτό είναι και το μοναδικό κίνητρο που προσδίδει ο Rogers στην ανθρώπινη φύση. Το άτομο, δεν αντιδρά παθητικά στο περιβάλλον αλλά προχωράει, με γνώμονα, σκοπό και κινητήρια δύναμη την τάση του να πραγματωθεί, να διατηρήσει και να επεκτείνει την εμπειρία του. Η τάση αυτή είναι έμφυτη και αν και δύναται να καταπιεστεί, δεν δύναται να καταστραφεί χωρίς την καταστροφή του οργανισμού. Ο Maddi (1996) το περιγράφει αυτό σαν μια «βιολογική πίεση για να ολοκληρωθεί το γενετικό σχέδιο δράσης. Ο κάθε άνθρωπος, έχει την θεμελιώδη εντολή να εξελίξει το δυναμικό του».
Ίσως η πιο σημαντική επιταγή της Παλαιάς Διαθήκης να ήταν το «οφθαλμός αντί οφθαλμού», και λογοτεχνικά να το διαβάσαμε στην πλήρη της έκφραση στο έργο «Κόμης του Μόντε Κρίστο» (γαλλ.: Le Comte de Monte-Cristo). Ωστόσο, οι μεγαλύτερες μορφές της ανθρώπινης Ιστορίας και της θρησκείας (Σωκράτης, Χριστός) έχουν υπερβεί την σκληρότητα και την εκδίκηση αυτού του κανόνα και θυσιάστηκαν για να αποδείξουν ότι υπάρχει πάντα και ο δρόμος της συγχώρεσης!
Η προέλευση της κοινωνικής δύναμης
Όλοι οι άνθρωποι, μηδενός εξαιρουμένου, επιθυμούν την κοινωνική δύναμη! Από τη στιγμή, που καμία κοινωνία δεν μπορεί για μεγάλο χρονικό διάστημα να είναι ισότιμη, θεωρητικά όλοι θα επιθυμούν να είναι στα υψηλά κλιμάκια αντί των χαμηλών. Απόδειξη η ψυχοπαθολογία και σωματική νόσος που αναπτύσσεται σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά στις χαμηλές κοινωνικά τάξεις και τους κοινωνικά αποκλεισμένους, και η αίσθηση απαξίωσης που νιώθουν σε κοινωνικά πειράματα τα υποκείμενα που τοποθετούνται σε χαμηλές θέσεις.
Ωστόσο, το να είναι κανείς σε υψηλή κοινωνική θέση με μεγάλη δύναμη αποτελεί τη μία όψη του νομίσματος: το πώς απέκτησε αυτή τη δύναμη είναι η άλλη!
Η κοινωνική δύναμη δεν είναι κάτι που υπάρχει κάπου σε αφθονία, όπως το οξυγόνο για παράδειγμα, το οποίο κάποιος αναπνέει και χρησιμοποιεί όσο θέλει. Η κοινωνική δύναμη είναι μοιρασμένη στα μέλη μιας κοινωνίας και για να την κερδίσει κάποιος απαιτείται να την «πάρει» από κάποιον άλλο. Συνεπώς, η απόκτηση της κοινωνικής δύναμης απαιτεί τη νικηφόρα μάχη έναντι άλλου ή άλλων. Το κρίσιμο ζήτημα είναι με ποιόν τρόπο μάχεται κάποιος προκειμένου να αποκτήσει κοινωνική δύναμη: με ηθικό, τίμιο και θεμιτό τρόπο, ή «πατά επί πτωμάτων» για να αποκτήσει αυτό που θέλει.
Καλώς ή κακώς, πολλά επιτίμα και σεβαστά μέλη της παγκόσμιας κοινότητας απέκτησαν τη δύναμη τους με αθέμιτα και παράνομα μέσα. Πολλά άτομα του λεγόμενου «καλού κόσμου» έχουν κάνει χρήματα με «κυβερνητικές χάρες», με «χαρισμένα δάνεια», με «ψεύτικους διορισμούς», και ακόμη χειρότερα εμπορευόμενοι την χειρουργική τους τεχνογνωσία, τη θέση τους στην εφορία, το τελωνείο, την πολεοδομία, και ακόμη πολύ χειρότερα και εγκληματικά πουλώντας ανθρώπους (trafficking) και ναρκωτικά!
Η κοινωνική δύναμη, για να είναι αποδεκτή, πρέπει να αποκτιέται και με νόμιμους και με κοινωνικά δίκαιους τρόπους (π.χ. νόμιμο εμπόριο). Και όπου έχει αποκτηθεί με παράνομους ή ανήθικους τρόπους θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να μην αναγνωρίζεται!
Κοινωνική δύναμη και κοινωνική νοημοσύνη
Ίσως σχετικά με την κοινωνική δύναμη, ακόμη και από το πώς αποκτήθηκε, σημαντικότερο να είναι το πώς χρησιμοποιείται! Η πιο διαδεδομένη, και διαχρονικά πιο χρησιμοποιούμενη στρατηγική είναι το να χρησιμοποιείται, με τρόπο ώστε να αποκτήσει ο κάτοχος της κι άλλη δύναμη: ο πλούσιος προσπαθεί να γίνει πλουσιότερος, ο πατέρας προσπαθεί να προικίσει τα παιδιά του και να τα πείσει να συνεχίσουν την επιχείρηση του, ο πολιτικός να κάνει πολιτικούς τα τέκνα του, ο λευκός να μην αφήσει την εξουσία στους μαύρους, οι άντρες να μην δεχτούν στην κυβέρνηση γυναίκες κ.ο.κ.
Με όλες αυτές τις τόσο διαδεδομένες και γνωστές στρατηγικές, ο κόσμος μας είναι άνισος, άδικος, άρρωστος και αυτοκαταστροφικός (σε μερικές δεκαετίες η γη θα στερέψει από πόρους)!
Οι πλούσιοι και δυνατοί αυτού του κόσμου συνήθως περιχαρακώνουν τη δύναμη τους: μένουν σε απομονωμένα μέρη, με ψηλούς τοίχους και σεκιούριτι, κυκλοφορούν με μπράβους, κάνουν παρέες μόνο μεταξύ τους και πηγαίνουν διακοπές σε εξωτικά μέρη όπου η μόνη σύνδεση που έχουν με τους ντόπιους είναι ο ξεναγός.
Ωστόσο, όπως αποδεικνύουν οι ψυχολόγοι και περιγράφει πολύ διεξοδικά ο Daniel Goleman στο έργο του «Κοινωνική Νοημοσύνη», ο εγκέφαλος των ανθρώπων είναι κοινωνικός και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος αν είναι «αποστειρωμένος» από τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα. Η γνωστή χριστουγεννιάτικη ιστορία του Σκρουτζ που είναι πλούσιος και δυστυχισμένος και χαίρεται μόνο όταν αρχίζει να δίνει φαίνεται να λέει μια μεγάλη, παγκόσμια και διαχρονική αλήθεια: κανείς δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος αν δεν δίνει!
Άνθρωποι σαν τον ιδρυτή του facebook (χάρισε 2 δις δολάρια στους άστεγους), τον Hilton, τον Sting, τη Jolie, ή τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη, ομολογούν ότι μόνο με την κοινωνική προσφορά τα λεφτά τους βρίσκουν τη θέση τους!
Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει: ο άνθρωπος έχει εγκεφαλικές δομές (π.χ. τους καθρεπτικούς νευρώνες κ.α.), εξαιτίας των οποίων επηρεάζεται στο συναίσθημα του από το συναίσθημα του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Συνεπώς, είναι προς συναισθηματικό συμφέρον του κάθε δυνατού, το να έχει ευχαριστημένους, ειλικρινείς και ευγνώμονες ανθρώπους γύρω του. Και αυτό μπορεί να το πετύχει μόνο με την κοινωνική προσφορά! Σε κάθε άλλη εγωιστικό τρόπο ζωής αναγκαστικά δυστυχεί ή αρρωσταίνει… Υπάρχουν δε πολλά παραδείγματα, όπου κάποιος εγωιστικά σκεπτόμενος άνθρωπος έζησε σε μια δική του «ψευδαισθητική» ευτυχία, αλλά δεν γλύτωσαν από τη δυστυχία και την αρρώστα τα παιδιά του.
Και φυσικά, το κύρος δεν έχει να κάνει μόνο με το χρήμα: κύρος και δύναμη έχει για το παιδί ο γονιός και ο δάσκαλος, για τον πιστό ο ιερέας, για τον πολίτη ο πολιτικός, για το φοιτητή ο καθηγητής, για τον τηλεθεατή ο δημοσιογράφος. Για όλους τους ανθρώπους με κοινωνική δύναμη ισχύει ο ίδιος κανόνας: αν η δύναμη δεν μοιράζεται και δεν προσφέρεται, στην αρχή δυστυχούν αυτοί που έχουν λιγότερη δύναμη και στο τέλος αυτός που έχει την περισσότερη.
Συμπερασματικά, η ανάγκη για κοινωνική δύναμη είναι μεγάλη, πανανθρώπινη και διαχρονική: το από πού όμως προέρχεται και ακόμη πιο σημαντικό, το πώς χρησιμοποιείται, καθορίζει την κοινωνική λειτουργικότητα και συνοχή και υγεία. Αξίες όπως η ηθική, η άμιλλα, και η επιμονή προκειμένου να αποκτηθεί η κοινωνική δύναμη, και η δικαιοσύνη, η γενναιοδωρία, η αλληλεγγύη και η προσφορά όταν αυτή η δύναμη αποκτηθεί είναι η μόνη δυνατότητα ώστε να υπάρξει μία ευτυχισμένη, υγιής και βιώσιμη κοινωνία στον ταλαιπωρημένο μας μικρό πλανήτη!