Η ανάγκη για αγάπη
του Γιάννη Βελίκη
Η ανάγκη του κάθε θηλαστικού στο να είναι μέλος μιας ομάδας και να αναγνωρίζεται ως τέτοιο από τα υπόλοιπα μέλη, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Αυτό ισχύει οπωσδήποτε στα χρόνια της παιδικής ηλικίας, ωστόσο και στα ενήλικα χρόνια παραμένει εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα για τα περισσότερα θηλαστικά. Ο Χάρλοου, στα πειράματα του με μαϊμουδάκια που αποχωρίστηκαν τις μητέρες τους, έδειξε ότι το πιο αρχέγονο άγχος είναι το άγχος αποχωρισμού. Τα μικρά ζώα, προτιμούσαν μία γούνινη κούκλα που δεν είχε μπιμπερό από μία συρμάτινη κούκλα που τα τάιζε κανονικά, προκειμένου να νιώσουν τη ζεστασιά της γούνας της και την αίσθηση σα να είναι κοντά με τη μητέρα τους. Στους ανθρώπους ισχύουν οι αντίστοιχες ανάγκες όπως φαίνεται από τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα:
α) στις κοινωνίες όπου εφαρμόζεται η πρακτική του βουντού, αρκεί να δείξει ο μάγος με το κόκαλο ένα μέλος και αυτό σε μια – δύο μέρες είναι πολύ πιθανόν να αρρωστήσει και να πεθάνει. Ο λόγος είναι ότι από τη στιγμή που θα το δείξει ο μάγος, το άτομο αμέσως καθίσταται εκτός ομάδας και οι υπόλοιποι τού συμπεριφέρονται ως μελλοθάνατο. Τα συναισθήματα απελπισίας και απομόνωσης που κατακλύζουν το δύστυχο άτομο είναι ικανά να το σκοτώσουν σε ελάχιστες ημέρες.
β) στα Κιμπούτς του Ισραήλ ως γνωστόν, παρατηρήθηκαν περισσότεροι θάνατοι στα παιδιά που φιλοξενούνταν εκεί, περισσότερες ασθένειες και ανακλητική κατάθλιψη, μία συναισθηματική διαταραχή που εκδηλώνεται με άρνηση τους για δράση και απάθεια για τα συμβαίνοντα στο γύρω χώρο. Οι διαταραχές αυτές αποδόθηκαν στην ανυπαρξία συναισθηματικής επαφής των παιδιών με τους ανθρώπους που τα φροντίζανε, παρά το γεγονός ότι οι τους παρείχαν άριστη διατροφή και καθαριότητα. Επίσης σημαντικές ήταν και οι επιπτώσεις στη γνωστική τους ανάπτυξη που υπολειπόταν σοβαρά σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν σε φυσιολογικές συνθήκες.
γ) οι έφηβοι που συνήθως ξεκινούν τη χρήση ναρκωτικών, ακόμη και αν προέρχονται από λειτουργικές οικογένειες, είναι άτομα που νοιώθουν τον εαυτό τους εκτός των κοινωνικών ομάδων που έχουν θεσμοθετηθεί και αναγνωριστεί όπως είναι οι σχολικές, οι αθλητικές, ή οι πολιτιστικές. Για το λόγο αυτό, και για να αποφύγουν τα αφόρητα καταθλιπτικά συναισθήματα που προκαλεί η απομόνωση, εισχωρούν σε μη θεσμοποιημένες ομάδες όπως αυτές των τοξικομανών, των παραπτωματιών, των ακραίων πολιτικών και θρησκευτικών σχηματισμών. Λέγεται ότι πριν τη διάδοση των ναρκωτικών στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, τα περιθωριακά άτομα εισχωρούσαν σε ακραία πολιτικά κόμματα ενώ μετά τη δεκαετία του ’50 τα αντίστοιχα άτομα κατευθύνθηκαν στον κόσμο των ναρκωτικών. Σε ντοκιμαντέρ που γυρίστηκαν σε πολύ φτωχές χώρες, φάνηκε ότι ο πιο επιβαρυντικός παράγοντας για την εξώθηση των παιδιών στην αλητεία, στην πορνεία και στα ναρκωτικά, ήταν το γεγονός ότι λόγω της φτώχειας τα παιδιά αυτά δεν τα «έβλεπαν», ήταν αόρατα ή δεν έδειχναν ότι επισημαίνουν την παρουσία τους τα άτομα των ανώτερων τάξεων.
Το «ανήκειν» (belongingness) είναι μια βασική ανάγκη και προϋπόθεση που ο άνθρωπος χρειάζεται για να νιώσει ότι ως άτομο αξίζει. Για ένα παιδί είναι καίριας σημασίας προκειμένου να αναπτυχθεί. Στην αρχή συνήθως επιθυμεί να τον αγαπά η μητέρα, μετά να ανήκει στην οικογένεια, στο σχολικό περιβάλλον, στην κοινωνία, στην ανθρωπότητα. Η ομάδα παρέχει «συναισθηματική ανατροφή» υποστηρίζοντας την αυτοεκτίμηση των μελών και την αίσθηση της ταυτότητας τους. Τα άτομα προσπαθούν να προσαρμοστούν και να ενταχθούν στην ομάδα και όταν δεν το καταφέρνουν αισθάνονται ντροπή.
Η ένταξη και προσαρμογή σε μία κοινωνία – κοινότητα προϋποθέτει την πλήρωση κριτηρίων, άλλες φορές θεσμοθετημένων, άλλες όχι. Για παράδειγμα, για να ανήκει ένα άτομο σε μία κοινωνία – κράτος πρέπει να αποκτήσει την ιθαγένεια, τη μόρφωση. Για να έχει δικαίωμα σε δημόσιο αξίωμα ή πολιτικά δικαιώματα θα πρέπει να έχει υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία και να είναι υγιής. Για να ανήκει κάποιος σε επιστημονικό σύλλογο θα χρειαστεί το ανάλογο πανεπιστημιακό πτυχίο και ενδεχομένως και άλλες διακρίσεις. Για να συμμετέχει σε μία ομάδα καταδρομέων πρέπει να έχει λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση κ.ο.κ.
Οι σημαντικές σχέσεις σε ένα κοινωνικό δίκτυο προκαλούν νευρολογικές και συναισθηματικές αλλαγές, από την πρώτη ακόμη ηλικία, αφήνουν ένα «κατακάθι». Σε δεύτερη φάση εσωτερικοποιούνται και γίνονται μοντέλα για τις μελλοντικές μας κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Έτσι, δομείται σταδιακά ένας εσωτερικός κόσμος σχέσεων, που συνήθως παρεμβάλλεται στις σχέσεις που δομούν τα άτομα ως ενήλικες στις κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις. Τα άτομα δρουν και αντιδρούν όχι μόνο με έναν πραγματικό Άλλο, με τους πραγματικούς ανθρώπους που έρχονται σε επαφή, αλλά και με έναν εσωτερικό Άλλο, που έχει από παλιά εγκαθιδρυθεί και έχει τη δύναμη να επηρεάζει την συναισθηματική κατάσταση τους.
Οι ουσιαστικές σχέσεις με τις αγαπημένες κοινωνικές μας αλληλεπιδράσεις συνήθως ωφελούν την σωματική μας υγεία, ενώ οι εχθρικές μπορούν να επενεργήσουν στο σώμα σα μολυσματικός παράγοντας. Οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις αλλάζουν όλα τα άτομα που συμμετέχουν και νευρολογικά και συναισθηματικά, μιας και τα συναισθήματα μεταδίδονται.
Τόσο στους ανθρώπους, όσο και στο ζωικό βασίλειο, υπάρχουν συγκεκριμένες χρονικές περίοδοι όπου θα πρέπει να ολοκληρωθούν ορισμένες διαδικασίες, όπως π.χ. η ανάπτυξη της γλώσσας. Αν αυτή η περίοδος παρέλθει χωρίς να έχουν δοθεί τα κατάλληλα ερεθίσματα, καμία μεταγενέστερη προσπάθεια δεν θα καταφέρει να αποκαταστήσει την συγκεκριμένη έλλειψη.
Για παράδειγμα, οι νεογέννητες χήνες φαίνονται γενετικά προκαθορισμένες να ακολουθήσουν το πρώτο διήμερο μετά τη γέννηση τη μητέρα τους. Εάν αυτή απουσιάζει και μόνο για δύο ημέρες θα ακολουθήσουν οποιαδήποτε άλλη κινούμενη μορφή. Το ίδιο θα συμβεί και με την ανάπτυξη του κελαηδίσματος σε μερικά πουλιά. Για κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, τα αρσενικά νεαρά πουλιά θα πρέπει να ακούσουν το τραγούδι φλερτάρισμα των άλλων ενήλικων πουλιών. Μόνο αν αυτό συμβεί σε αυτήν την περίοδο, και ταυτόχρονα τον επόμενο χρόνο εκκριθεί και η κατάλληλη τεστοστερόνη, θα μπορέσουν τα νεαρά αρσενικά να κελαηδήσουν. Σε κάθε άλλη περίπτωση δε θα μπορέσουν να έλξουν θηλυκά και συνεπώς δε θα μπορέσουν να αναπαραχθούν.
Στον άνθρωπο, αν ένα νεογέννητο στερηθεί οπτικά ερεθίσματα λόγω καταρράκτη, ή αν ένα παιδί στερηθεί τα λεκτικά ερεθίσματα λόγω κώφωσης, η αποκατάσταση σε αργότερο χρόνο δεν θα επαναφέρει τις απώλειες σε οπτική αντίληψη και ικανότητα λόγου. Η κρισιμότητα των χρονικών περιόδων αφορούν και συμπεριφορές που αφορούν στην κοινωνικοποίηση των θηλαστικών και των ανθρώπων. Πίθηκοι π.χ. που αποστερήθηκαν σε κρίσιμες χρονικές περιόδους την μητρική παρουσία, δεν κατάφεραν ποτέ να αποκτήσουν ώριμη συμπεριφορά, ενώ παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και σε ανθρώπους. Αυτός είναι και ο λόγος που η ψυχοθεραπεία ατόμων με ελλιπή κοινωνικότητα παρουσιάζει μεγάλες και συχνά ανυπέρβλητες δυσκολίες, όταν συντελείται σε ώριμη ηλικία.
Είναι γνωστό ότι τα πολύ μικρά παιδιά κατακτούν τη μονιμότητα του αντικειμένου σε συγκεκριμένη ηλικία. Αυτό σημαίνει ότι από τότε και εφεξής γνωρίζουν πως παρά το ότι δεν βλέπουν την καρέκλα σε ένα άλλο δωμάτιο, αυτή μάλλον είναι εκεί όπως είναι κάθε ημέρα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πρόσωπα. Από μία χρονική στιγμή και μετά γνωρίζουν ότι η μαμά τους θα ξαναέρθει, παρά το ότι τη συγκεκριμένη στιγμή δεν τη βλέπουν. Με αυτό τον τρόπο, όπως όλες οι έννοιες και τα αντικείμενα, εσωτερικεύονται και τα πρόσωπα (χαρακτήρες και συμπεριφορές). Αυτά συνήθως δεν είναι μόνιμα, και μεταλλάσσονται με την πραγματική ζωή. Η ανεπιτυχής εγκατάσταση και εσωτερίκευση καλών προσώπων – σχέσεων στον ψυχικό κόσμο των παιδιών είναι δυνατόν να οδηγήσει στο μέλλον σε καταθλιπτική ψύχωση και μανιοκατάθλιψη.
Σημαντικότατη προϋπόθεση για να λειτουργήσουμε σε μία ομάδα είναι το να μοιραζόμαστε τα κοινά συναισθήματα που προκαλούνται στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Συνήθως μέσω νευρωνικών μηχανισμών μιμούμαστε τις εκφράσεις των προσώπων με τα οποία συναλλασσόμαστε. Η μίμηση αυτή μας βοηθά να πλησιάσουμε συναισθηματικά το άλλο άτομο. Όλα τα συναισθήματα που αναδύονται από την επικοινωνία περνούν από επεξεργασία.
Παραπέρα, ένα μικρό παιδί ακόμη και αν κατακτήσει τις βασικές κοινωνικές δεξιότητες, για να αντεπεξέλθει στις προβλεπόμενες απαιτήσεις της υποχρεωτικής σχολικής εκπαίδευσης, θα χρειαστεί ένα περιβάλλον που θα το διευκολύνει να αφομοιώσει τις παρεχόμενες γνώσεις. Ο ψυχαναλυτής Βίννικοτ έχει ορίσει ένα τέτοιου είδους περιβάλλον ως διευκολυντικό. Σε αυτό το περιβάλλον ο μαθητής θα αφομοιώσει τις απαιτούμενες γνώσεις και θα ολοκληρώσει μία αίσθηση ότι αξίζει, ότι έχει αυτό – αξία.
Υπάρχουν άπειρες κοινωνικές ομάδες: εθνικές, φυλετικές, πολιτικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές, αθλητικές, εργασιακές, συνδικαλιστικές, καλλιτεχνικές, παράνομες, τρομοκρατικές, εθνικιστικές, φασιστικές, δημοκρατικές, τοπικές, σύλλογοι, σωματεία…
Προκειμένου να συμμετέχει ένας άνθρωπος σε μία, ή περισσότερες εξ αυτών θα χρειαστεί να ασπαστεί τη νοοτροπία τους. Να συνεργαστεί!
Δεδομένου ότι ο άνθρωπος δε μπορεί να ζήσει χωρίς να είναι μέλος ομάδας (ακόμη και οι ερημίτες είναι μέλη του μοναχισμού), χρειάζεται να γνωρίζει και χρησιμοποιεί μία βασική ανθρώπινη δεξιότητα: να συνεργάζεται. Σε άλλη περίπτωση θα εκδιωχθεί και θα βρεθεί στο περιθώριο (περιθωριακοί τύποι, φυλακές, ψυχιατρεία, απομονωμένα νησιά ως πολιτικός κρατούμενος κ.α.).
Άνθρωποι, που λόγω κακών συνθηκών απέτυχαν στο να μάθουν να συνεργάζονται, αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στην ένταξη σε κοινωνικές ομάδες. Ακόμη και μεταξύ κακοποιών και παρανόμων (π.χ. Μαφία) ισχύουν κώδικες δεοντολογίας και τιμής, που σε κανέναν δεν επιτρέπεται να παραβεί. Συμπερασματικά, αφού το «ανήκειν» (belongingness) είναι μια βασική ανθρώπινη ανάγκη, το άτομο θα χρειαστεί να μάθει να συνεργάζεται, μιας και η συνεργασία αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμετοχή ακόμη και στις ομάδες με τους πιο χαλαρούς δεσμούς.